- διαγκωνίζομαι
- 1) расталкивать локтями; толкаться;2) тесниться, жаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγκωνίζομαι — (Α διαγκωνίζομαι) νεοελλ. 1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω 2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι αρχ. στηρίζομαι στον αγκώνα … Dictionary of Greek
διαγκωνισάμενος — διαγκωνίζομαι lean on one s elbow aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγκωνίζεσθαι — διαγκωνίζομαι lean on one s elbow pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγκωνισμός — ο (Α διαγκωνισμός) [διαγκωνίζομαι] νεοελλ. το να σπρώχνει κανείς με τους αγκώνες για ν ανοίξει δρόμο αρχ. το να στηρίζεται κανείς στους αγκώνες του … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… … Dictionary of Greek